- συγχέομαι
- συγχέωpour togetherpres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad-form)συγχέωpour togetherpres ind mp 1st sgσυγχέωpour togetheraor subj mid 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγχέομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.), συγκεχυμένος Σημειώσεις: συγχέομαι : η μτχ. συγκεχυμένος απαντάται ως επίθετο (→ ακαθόριστος, ασαφής, μπερδεμένος, π.χ. συγκεχυμένη κατάσταση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
обливатисѧ — ОБЛИВА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. ♦= Обливатисѧ сльзами – горько, неутешно плакать: прискорбьнаго того видѣнь˫а. нынѣ на памѧ(т) приношю. и рыдаю гл(с)мь. и обливаюсѧ слезами. (συγχέομαι δοκρυσι) ГБ XIV, 96г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επαλλάσσω — (Α ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω) αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτων νεοελλ. (λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος τής ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι… … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
συναναμίγνυμι — ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α θήν.) 2. παθ. συναναμίγνυμαι α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις» … Dictionary of Greek
ՑՆԴԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0914 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c կր.ձ. ῤέω, ἑκχέομαι, διαχέομαι, συγχέομαι ruo, effluo, diffundo եւն. որ եւ ՑՆԴԱՆԻԼ. Ցրուիլ. սփռիլ. հոսիլ. զեղանիլ. լուծանիլ. ցնորիլ. զբաղիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)